- ἐνδεχομένων
- ἐνδέχομαιtake upon oneselfpres part mp fem gen plἐνδέχομαιtake upon oneselfpres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
εισαγωγή — Πράξη με την οποία ένα εμπόρευμα εισάγεται από χώρα του εξωτερικού στην εσωτερική αγορά. Στην εθνική λογιστική ονομάζονται ε. και οι ολικές ποσότητες εμπορευμάτων, οι οποίες σε μια ορισμένη περίοδο έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό. Οι ε.… … Dictionary of Greek
ζωοτομία — Το σύνολο των χειρουργικών επεμβάσεων που εκτελούνται στα ζώα. Η ζ., που διέπεται σε πολλές χώρες από ορισμένες διατάξεις σχετικά με την αναισθησία και την ασηψία, έχει σκοπό να εξετάσει και να αποκόψει ειδικούς ιστούς και όργανα για τη μελέτη… … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek
κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα … Dictionary of Greek
παραμήκιο — Γένος πρωτόζωων της ομοταξίας των βλεφαριδωτών ή εγχυματογενών. To paramaecium aurelia, που παίρνουμε ως παράδειγμα, είναι μονοκύτταρος οργανισμός, σχήματος ωοειδούς, μήκους περίπου 0,25 χιλιοστών, ο οποίος ζει στα εγχύματα και στα βαλτώδη νερά.… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
προβλεπτικότητα — η, Ν η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού προβλεπτικού, το να αντιλαμβάνεται κανείς κάτι πριν ακόμη συμβεί και να φροντίζει έγκαιρα για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων μελλοντικών δυσχερειών, προνοητικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβλεπτικός. Η λ … Dictionary of Greek
προβληματισμός — ο, Ν [προβληματίζω, ομαι] 1. το αποτέλεσμα τού προβληματίζω και προβληματίζομαι, η πρόκληση σκέψεων, ερωτημάτων ή ανησυχιών σε κάποιον 2. η κατάσταση τού προβληματιζόμενου, η ύπαρξη ερωτημάτων, ανησυχιών σχετικά με ένα ή πολλά θέματα, η αναζήτηση … Dictionary of Greek